μαζεύομαι
[maˈzevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich versammelnμαζεύομαι συγκεντρώνομαιμαζεύομαι συγκεντρώνομαι
- sich ansammelnμαζεύομαι σκόνη, προβλήματαμαζεύομαι σκόνη, προβλήματα
- μαζεύομαι γράμματα, δουλειά
- sich (an)stauenμαζεύομαι νερό, αίμα, οργήμαζεύομαι νερό, αίμα, οργή