μέτωπο
[ˈmetopo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Stirnθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτωπο κεφαλιούμέτωπο κεφαλιού
- Fassadeθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτωπο πρόσοψημέτωπο πρόσοψη
- Frontθηλυκό | Femininum, weiblich fμέτωπο πολέμουμέτωπο πολέμου
Beispiele
- μέτωπο ομίχληςNebelbankθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέτωπο της καταιγίδαςGewitterfrontθηλυκό | Femininum, weiblich f