„λιθουανικός“ λιθουανικός [liθuaniˈkos], λιθουανική, λιθουανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) litauisch litauisch λιθουανικός λιθουανικός