„λιθοστρώνω“: μεταβατικό ρήμα λιθοστρώνω [liθoˈstrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) pflastern pflastern λιθοστρώνω δρόμο λιθοστρώνω δρόμο