„Λεττονικά“: πληθυντικός ουδετέρου Λεττονικά [letoniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Lettisch Lettischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Λεττονικά Λεττονικά