λειτουργώ
[liturˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- funktionierenλειτουργώ μηχανή, καρδιάλειτουργώ μηχανή, καρδιά
- gehenλειτουργώ ρολόιλειτουργώ ρολόι
- λειτουργώ βρίσκομαι σε λειτουργία
- λειτουργώ θρησκεία | Religionθρησκ