λειτουργικός
[liturjiˈkos], λειτουργική, λειτουργικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- funktionsfähigλειτουργικόςλειτουργικός
- Funktions-λειτουργικόςλειτουργικός
Beispiele
- λειτουργικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl (επιχειρήσεως)Betriebsausgabenπληθυντικός | Plural pl
- λειτουργική ασφάλειαθηλυκό | Femininum, weiblich fBetriebssicherheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λειτουργικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υBetriebssystemουδέτερο | Neutrum, sächlich n