λαθραίος
[laˈθreos], λαθραία, λαθραίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- heimlichλαθραίος κρυφόςλαθραίος κρυφός
- illegalλαθραίος μη νόμιμοςλαθραίος μη νόμιμος
- schwarzλαθραίος οικείο | umgangssprachlichοικλαθραίος οικείο | umgangssprachlichοικ
- Schwarz-λαθραίος εμπόριολαθραίος εμπόριο
- Schmuggel-λαθραίος εμπορεύματα εξωτερικούλαθραίος εμπορεύματα εξωτερικού
Beispiele
- Schwarzarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f