„λίζινγκ“: ουδέτερο λίζινγκ [ˈliziŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Leasing Leasingουδέτερο | Neutrum, sächlich n λίζινγκ οικονομία | Wirtschaftοικον λίζινγκ οικονομία | Wirtschaftοικον Beispiele αγοράζω με λίζινγκ leasen αγοράζω με λίζινγκ