„λήγω“: αμετάβατο ρήμα λήγω [ˈliɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -γμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) enden, ausgehen, fällig werden, ablaufen, enden enden, ausgehen λήγω τελειώνω λήγω τελειώνω fällig werden λήγω εμπόριο | Handelεμπ λήγω εμπόριο | Handelεμπ ablaufen λήγω προθεσμία λήγω προθεσμία enden (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) λήγω γραμματική | Grammatikγραμμ λέξη λήγω γραμματική | Grammatikγραμμ λέξη