λάμψη
[ˈlampsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Glanzαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάμψη αντιφεγγιάλάμψη αντιφεγγιά
- Leuchtkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fλάμψη χρώματοςλάμψη χρώματος
- Scheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάμψη λάμπαςλάμψη λάμπας
- Aufleuchtenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλάμψη κεραυνούλάμψη κεραυνού
- Schimmerαρσενικό | Maskulinum, männlich mλάμψη αμυδρήλάμψη αμυδρή
Beispiele
- λάμψη χρωμάτωνFarbenprachtθηλυκό | Femininum, weiblich f