„κόρνερ“: ουδέτερο κόρνερ [ˈkorner]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Eckstoß, Eckball Eckstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόρνερ αθλητισμός | Sportαθλ Eckballαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόρνερ αθλητισμός | Sportαθλ κόρνερ αθλητισμός | Sportαθλ