κυριότερος
[kjiriˈoteros], κυριότερη, κυριότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- hauptsächlich, Haupt-κυριότεροςκυριότερος
- wesentlichκυριότερος βασικότεροςκυριότερος βασικότερος
Beispiele
- το κυριότερο είναι να …Hauptsache ist zu …