„κυριεύω“: μεταβατικό ρήμα κυριεύω [kjiriˈevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erobern, befallen, ergreifen, beschleichen erobern κυριεύω πόλη, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κυριεύω πόλη, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ befallen κυριεύω κούραση, πείνα κυριεύω κούραση, πείνα ergreifen κυριεύω χαρά, φόβος κυριεύω χαρά, φόβος beschleichen κυριεύω φόβος κυριεύω φόβος