κρυπτογραφημένος
[kriptoɣrafiˈmenos], κρυπτογραφημένη, κρυπτογραφημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- chiffriertκρυπτογραφημένοςκρυπτογραφημένος
Vielen Dank für Ihr Feedback!