„κριτικάρω“: μεταβατικό ρήμα κριτικάρω [kritiˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kritisieren kritisieren κριτικάρω κριτικάρω