κρεμάστρα
[kreˈmastra]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (Kleider-)Bügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρεμάστρακρεμάστρα
- Wandgarderobeθηλυκό | Femininum, weiblich fκρεμάστρα στον τοίχο, έπιπλοκρεμάστρα στον τοίχο, έπιπλο
Beispiele
- κρεμάστρα παντελονιώνHosenbügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m