„κρίκος“: αρσενικό κρίκος [ˈkrikos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Ring, Glied Ringαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρίκος γεν κρίκος γεν (Ketten-)Gliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρίκος της αλυσίδας κρίκος της αλυσίδας Beispiele κρίκοιπληθυντικός | Plural pl αθλητισμός | Sportαθλ Ringeπληθυντικός | Plural pl κρίκοιπληθυντικός | Plural pl αθλητισμός | Sportαθλ