κράτηση
[ˈkratisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Haftθηλυκό | Femininum, weiblich fκράτηση φυλάκισηArrestαρσενικό | Maskulinum, männlich mκράτηση φυλάκισηκράτηση φυλάκιση
- Abzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκράτηση από μισθόκράτηση από μισθό
- Buchungθηλυκό | Femininum, weiblich fκράτηση δωματίουReservierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκράτηση δωματίουκράτηση δωματίου
Beispiele
- κράτηση κατ’ οίκονHausarrestαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- είναι σε κατ’ οίκον κράτησηer hat Hausarrest
- κράτηση μισθούLohnabzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen