„κουρσεύω“: μεταβατικό ρήμα κουρσεύω [kurˈsevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) entern entern κουρσεύω πλοίο κουρσεύω πλοίο