„κουρελιάρης“ κουρελιάρης [kureˈʎaris], κουρελιάρα, κουρελιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zerlumpt zerlumpt κουρελιάρης κουρελιάρης