κουνιέμαι
[kuˈɲeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich bewegenκουνιέμαι κινούμαικουνιέμαι κινούμαι
- sich regenκουνιέμαι απαλάκουνιέμαι απαλά
- wackelnκουνιέμαι τραπέζι, δόντικουνιέμαι τραπέζι, δόντι
- schaukelnκουνιέμαι βάρκα, στην κούνιακουνιέμαι βάρκα, στην κούνια
Beispiele
- κουνήσου! οικείο | umgangssprachlichοικbeweg dich!, mach schnell!