„κουκούλα“: θηλυκό κουκούλα [kuˈkula]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kapuze, Plane Kapuzeθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκούλα κουκούλα Planeθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκούλα μουσαμάς, για κάλυψη αυτοκινήτων κτλ κουκούλα μουσαμάς, για κάλυψη αυτοκινήτων κτλ