„κουκουναριά“: θηλυκό κουκουναριά [kukunaˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Pinie, Kiefer Pinieθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκουναριά βοτανική | Botanikβοτ Kieferθηλυκό | Femininum, weiblich f κουκουναριά βοτανική | Botanikβοτ κουκουναριά βοτανική | Botanikβοτ