κουζίνα
[kuˈzina]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kücheθηλυκό | Femininum, weiblich fκουζίνα χώρος, μαγειρική τέχνηκουζίνα χώρος, μαγειρική τέχνη
- (Koch-)Herdαρσενικό | Maskulinum, männlich mκουζίνα συσκευήκουζίνα συσκευή
- Kochkunstθηλυκό | Femininum, weiblich fκουζίνα τέχνηκουζίνα τέχνη
Beispiele
- ηλεκτρική κουζίναElektroherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εντοιχισμένη κουζίναEinbaukücheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- η ελληνική κουζίναdie griechische Küche
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen