„κουδούνισμα“: ουδέτερο κουδούνισμα [kuˈðunizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gebimmel, Geklimper Gebimmelουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουδούνισμα κουδούνισμα Geklimperουδέτερο | Neutrum, sächlich n κουδούνισμα νομισμάτων, κλειδιών κουδούνισμα νομισμάτων, κλειδιών