„κουδουνίζω“: αμετάβατο ρήμα κουδουνίζω [kuðuˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bimmeln, klimpern bimmeln κουδουνίζω κουδουνίζω klimpern κουδουνίζω νομίσματα, κλειδιά κουδουνίζω νομίσματα, κλειδιά