„κορμός“: αρσενικό κορμός [korˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Stamm, Rumpf, Schaft Stammαρσενικό | Maskulinum, männlich m κορμός δέντρου κορμός δέντρου Rumpfαρσενικό | Maskulinum, männlich m κορμός του σώματος, πλοίου κορμός του σώματος, πλοίου Schaftαρσενικό | Maskulinum, männlich m κορμός κολώνας κορμός κολώνας