κορεσμένος
[korezˈmenos], κορεσμένη, κορεσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- überdrüssigκορεσμένος χορτασμένοςκορεσμένος χορτασμένος
- gesättigtκορεσμένος χημεία | Chemieχημκορεσμένος χημεία | Chemieχημ