κοπάδι
[koˈpaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Herdeθηλυκό | Femininum, weiblich fκοπάδικοπάδι
- Rudelουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοπάδι άγριων ζώωνHordeθηλυκό | Femininum, weiblich fκοπάδι άγριων ζώωνκοπάδι άγριων ζώων
- Menschenmengeθηλυκό | Femininum, weiblich fκοπάδι μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτHordeθηλυκό | Femininum, weiblich fκοπάδι μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτκοπάδι μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
Beispiele
- κοπάδι αγελάδωνKuhherdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοπάδι κατσικώνZiegenherdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοπάδι κυνηγετικών σκύλωνMeuteθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen