„κολοσσιαίος“ κολοσσιαίος [kolosiˈeos], κολοσσιαία, κολοσσιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kolossal kolossal κολοσσιαίος κολοσσιαίος