„κολλητός“ κολλητός [koliˈtos], κολλητή, κολλητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geleimt, gelötet, eng, dick, hauteng geleimt κολλητός κολλητός gelötet κολλητός μέταλλο κολλητός μέταλλο eng, dick κολλητός φίλος κολλητός φίλος hauteng κολλητός φόρεμα κολλητός φόρεμα