κολλητικός
[kolitiˈkos], κολλητική, κολλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- klebend, Klebe-κολλητικόςκολλητικός
- ansteckendκολλητικός ιατρική | Medizinιατρ γέλιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκολλητικός ιατρική | Medizinιατρ γέλιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ