κολακευτικός
[kolakjeftiˈkos], κολακευτική, κολακευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schmeichelhaftκολακευτικός με καλή έννοιακολακευτικός με καλή έννοια
- schmeichlerischκολακευτικός με κακή έννοιακολακευτικός με κακή έννοια
- vorteilhaftκολακευτικός ρούχακολακευτικός ρούχα