„κλωνοποίηση“: θηλυκό κλωνοποίηση [klonoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Klonen Klonenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κλωνοποίηση βιολογία | Biologieβιολ κλωνοποίηση βιολογία | Biologieβιολ