κληρονομικός
[klironomiˈkos], κληρονομική, κληρονομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Erbschafts-κληρονομικός σχετικός με την κληρονομιάκληρονομικός σχετικός με την κληρονομιά
- erblich, Erb-κληρονομικός βιολογία | Biologieβιολκληρονομικός βιολογία | Biologieβιολ
- (ver)erblich, vererbbarκληρονομικός ιδιότητα, ασθένειακληρονομικός ιδιότητα, ασθένεια
Beispiele
- κληρονομική αντιδικίαθηλυκό | Femininum, weiblich fErbschaftsstreitαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- κληρονομικός παράγονταςαρσενικό | Maskulinum, männlich mErbanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen