κλεισμένος
[klizˈmenos], κλεισμένη, κλεισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zu, verschlossenκλεισμένοςκλεισμένος
- gebuchtκλεισμένος δωμάτιο, ξενοδοχείοκλεισμένος δωμάτιο, ξενοδοχείο
- reserviertκλεισμένος τραπέζικλεισμένος τραπέζι