κλάδος
[ˈklaðos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Astαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλάδος δέντρουZweigαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλάδος δέντρουκλάδος δέντρου
- Zweigαρσενικό | Maskulinum, männlich mκλάδος επιστήμης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκλάδος επιστήμης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- (Lehr-)Fachουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλάδος στο πανεπιστήμιο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφDisziplinθηλυκό | Femininum, weiblich fκλάδος στο πανεπιστήμιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκλάδος στο πανεπιστήμιο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Brancheθηλυκό | Femininum, weiblich fκλάδος εμπόριο | Handelεμπ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκλάδος εμπόριο | Handelεμπ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- κλάδος ελαίαςFriedensangebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κλάδος κατασκευώνBaubrancheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλάδος παροχής υπηρεσιώνDienstleistungsgewerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen