„κιτρινίζω“: αμετάβατο ρήμα κιτρινίζω [kjitriˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vergilben, erblassen, bleich werden vergilben κιτρινίζω γίνομαι κίτρινος κιτρινίζω γίνομαι κίτρινος erblassen, bleich werden (από vor+δοτική | +Dativ +dat) κιτρινίζω γίνομαι ωχρός κιτρινίζω γίνομαι ωχρός