„κινητήριος“ κινητήριος [kjiniˈtirios], κινητήρια, κινητήριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Antrieb Motorblock Beispiele κινητήρια δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich f Antriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m κινητήρια δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich f κινητήρια μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f Motorblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m κινητήρια μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f