κηπουρική
[kjipuriˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gartenbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mκηπουρική τέχνηκηπουρική τέχνη
- Gartenarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκηπουρική δουλειά στον κήποκηπουρική δουλειά στον κήπο