κεραμικά
[kjeramiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Keramik(ware)θηλυκό | Femininum, weiblich fκεραμικάSteingutουδέτερο | Neutrum, sächlich nκεραμικάκεραμικά