κεντράρω
[kjenˈdraro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zentrierenκεντράρω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκεντράρω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ