κελί
[kjeˈli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zelleθηλυκό | Femininum, weiblich fκελί μοναχού, φυλακισμένουκελί μοναχού, φυλακισμένου
Beispiele
- κελί κράτησηςArrestzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κελί κράτησης μεθυσμένουAusnüchterungszelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κελί φυλακήςGefängniszelleθηλυκό | Femininum, weiblich f