κατεργάζομαι
[katerˈɣazome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verarbeitenκατεργάζομαι υλικό, πρώτη ύληκατεργάζομαι υλικό, πρώτη ύλη