κατεβαίνω
[kateˈveno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <αόριστος | Aoristaor; κατέβηκα; υποτακτική | Konjunktivkonjkt; κατέβω; κατεβώ>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- hinuntergehen, hinabgehenκατεβαίνω πηγαίνω κάτωκατεβαίνω πηγαίνω κάτω
- hinunterfahrenκατεβαίνω με όχημακατεβαίνω με όχημα
- herunterkommenκατεβαίνω έρχομαι κάτωκατεβαίνω έρχομαι κάτω
- aussteigen (από aus+δοτική | +Dativ +dat)κατεβαίνω από όχημακατεβαίνω από όχημα
- sinkenκατεβαίνω τιμές, θερμοκρασίακατεβαίνω τιμές, θερμοκρασία