„καταχωνιάζομαι“: αμετάβατο ρήμα καταχωνιάζομαι [kataxoˈɲazome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) versickern versickern καταχωνιάζομαι καταχωνιάζομαι