„καταφατικός“ καταφατικός [katafatiˈkos], καταφατική, καταφατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bejahend bejahend καταφατικός καταφατικός