„καταστρέφομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα καταστρέφομαι [kataˈstrefome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zerstört werden, sich ruinieren zerstört werden καταστρέφομαι αφανίζομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι sich ruinieren καταστρέφομαι άνθρωπος, φήμη καταστρέφομαι άνθρωπος, φήμη