καταπνίγω
[kataˈpniɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- erstickenκαταπνίγω επανάστασηκαταπνίγω επανάσταση
- unterdrückenκαταπνίγω οργήκαταπνίγω οργή